κεραία

κεραία
κεραία, poet. [suff] κεν-αίη, , ([etym.] κέρας)
A horn, Nic.Th.36, Opp.C.3.476.
2 antennae of the crayfish or of insects, Arist.HA526a6. 532a26.
II anything projecting like a horn: hence,
1 yard-arm, A.Eu.557 (lyr.), Th.7.41, IG22.657, 1604.17, PMagd.11.4 (iii B.C.), etc.; κ. καθελέσθαι, ὑφιέναι, i.e.lower sail, Plb.14.10.11, Plu.2.169b; opp.

ἐντείνασθαι Call.

Fr.anon.382; ἀπὸ ψιλῆς τῆς κ. 'under bare poles', Luc.Tox.19.
b projecting beam of a crane, etc., Th.2.76, cf.4.100, IG11(2).161 A90 (Delos, iii B. C.), Ph.Bel.100.18, Plb.8.5.10, Arr.An.2.19.2.
c projecting parts of the hucklebone, Arist.HA499b30.
d branching stake of wood, used as a pale in a palisade, Plb.18.18.7, App.BC4.78.
e horns of the ancilia, Plu.Num.13.
2 pl., horns of the moon, Arat.785,790.
3 in writing, apex of a letter, IG2.4321.10 (iv B.C.), A.D.Synt.28.27, cf. Ev.Matt.5.18, Ev.Luc.16.17, Antyll. ap.Orib.45.57.4;

ζυγομαχεῖν περὶ συλλαβῶν καὶ κ. Plu.2.1100a

; διὰ πάσης κ. διῆκον showing itself in every word of a speech, D.H.Din. 7.
4 leg of a pair of compasses, S.E.M.10.54.
5 projecting spur of a mountain, Plu.Cat.Ma.13; of the horns of Europe and Africa at the Straits of Gibraltar, AP4.3b.40 (Agath.); arms of a harbour, Philostr.VS1.21.2.
6 = κέρας v. 3, wing of an army, Hld.9.20.
7 pl., supposed teat-like projections inside the womb, Diocl.Fr.27; but the Fallopian tubes, Gal.UP14.11, Ruf.Onom. 194.
III bow made of horn, AP6.75 (Paul.Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεραία — κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc/acc dual κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίᾳ — κεραίᾱͅ , κεραία horn fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • κεραία — η 1. συγκρότημα αγωγών, με τους οποίους γίνεται η εκπομπή και η λήψη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Είναι κεραία ασύρματου τηλέγραφου. 2. καθεμιά από τις ευκίνητες εκφύσεις των αρθροπόδων, που επέχουν θέση κεράτων: Τα μπομπόλια έχουν δύο κεραίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεραία ή Κεραίαι — Αρχαία πόλη της Κρήτης, για τη θέση της οποίας δεν υπάρχει ομοφωνία. Σύμφωνα με μία άποψη βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο του νομού Χανίων, στο εσωτερικό του κόλπου του Κισσάμου …   Dictionary of Greek

  • δίπολη κεραία — Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • κεραίας — κεραίᾱς , κεραία horn fem acc pl κεραίᾱς , κεραία horn fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίαν — κεραίᾱν , κεραία horn fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραιῶν — κεραία horn fem gen pl κεραιῶν , κεραίζω ravage fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραῖαι — κεραία horn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίαιν — κεραία horn fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”